Greek Meaning of limited
περιορισμένος
Other Greek words related to περιορισμένος
- απεριόριστος
- αναρίθμητοι
- αδιάστατος
- ατελείωτος
- γενικός
- αμέτρητος
- αμετρήσιμος
- Αόριστος
- ανεκτίμητος
- ανεξάντλητος
- άπειρος
- αναρίθμητα
- απεριόριστος
- απέραντος
- απεριόριστος
- Απροσδιόριστος
- αβυσσαλέος
- απεριόριστος
- αμέτρητος
- ασαφής
- άφθονος
- μεγάλος
- αβυσσαλέος
- Ευρύς
- ογκώδης
- σημαντικός
- άφθονος
- διευρυμένο
- επεκταθεί
- εκτεταμένος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- απροσδιόριστος
- μεγάλος
- μεγάλος
- ασαφής
- υπερμεγέθης
- άφθονο
- αξιόλογος
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- σούπερ
- ανειδίκευτος
- Ανέκφραστος
- απέραντος
- ογκώδης
- προφυλακτήρας
- ολοκληρωμένο
- κοσμοπολίτης
- επικός
- εκτατικός
- παγκόσμιος
- καλό
- μεγαλοπρεπής
- όμορφος
- βαρύς
- Περιεκτικός
- γίγαντας
- αρκετά μεγάλος
- υπερμεγέθης
- σεβαστός
- σάρωση
- καθολικός
- ολόκληρος
- κλιμακωθείς
- υπερμεγέθης
- άφθονος
Nearest Words of limited
- limited audit => Περιορισμένος έλεγχος
- limited company => Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης
- limited edition => Περιορισμένη έκδοση
- limited liability => περιορισμένη ευθύνη
- limited review => Περιορισμένη αναθεώρηση
- limited war => Περιορισμένος πόλεμος
- limitedly => περιορισμένα
- limitedness => περιορισμός
- limiter => περιοριστής
- limiting => περιοριστικός
Definitions and Meaning of limited in English
limited (n)
public transport consisting of a fast train or bus that makes only a few scheduled stops
limited (a)
small in range or scope
limited (s)
subject to limits or subjected to limits
including only a part
mediocre
not excessive
having a specific function or scope
not unlimited
limited (imp. & p. p.)
of Limit
limited (a.)
Confined within limits; narrow; circumscribed; restricted; as, our views of nature are very limited.
FAQs About the word limited
περιορισμένος
public transport consisting of a fast train or bus that makes only a few scheduled stops, small in range or scope, subject to limits or subjected to limits, inc
ορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,περιγεγραμμένο,καθορισμένος,μετρημένος,στενός,συγκεκριμένος,οριοθετημένο
απεριόριστος,αναρίθμητοι,αδιάστατος,ατελείωτος,γενικός,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος,ανεκτίμητος,ανεξάντλητος
limitation => περιορισμός, limitate => περιορισμένος, limitary => περιοριστικός, limitarian => οριοθετητής, limitaneous => περιοριστικός,