Greek Meaning of unmeasured

αμέτρητος

Other Greek words related to αμέτρητος

Definitions and Meaning of unmeasured in English

Wordnet

unmeasured (s)

not composed of measured syllables; not metrical

without limits in extent or size or quantity

FAQs About the word unmeasured

αμέτρητος

not composed of measured syllables; not metrical, without limits in extent or size or quantity

αναρίθμητοι,αμετρήσιμος,ανεκτίμητος,αναρίθμητα,άβυσσος,απεριόριστος,ατελείωτος,ανεξάντλητος,εκτεταμένος,Ανεξερεύνητο

οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,μετρήσιμος,περιορισμένος,αβυσσαίος,ανεξερεύνητος

unmeasurable => ανέφικτος | ανεκτίμητος, unmeant => ακούσιος, unmeaning => ανούσιος, unmaterial => άυλος, unmated => Ἀσχημάτιστος,