Greek Meaning of fathomless

Ανεξερεύνητο

Other Greek words related to Ανεξερεύνητο

Definitions and Meaning of fathomless in English

Webster

fathomless (a.)

Incapable of being fathomed; immeasurable; that can not be sounded.

Incomprehensible.

FAQs About the word fathomless

Ανεξερεύνητο

Incapable of being fathomed; immeasurable; that can not be sounded., Incomprehensible.

ατελείωτος,άπειρος,αβυσσαλέος,απεριόριστος,αμέτρητος,απεριόριστος,απέραντος,απεριόριστος,αβυσσαλέος,απεριόριστος

οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,περιορισμένος,μετρήσιμος,αβυσσαίος,ανεξερεύνητος

fathoming => Μέτρηση βάθους, fathometer => Ηχοβολιστής, fathomer => οργιά, fathomed => απύθμενος, fathomable => ανεξερεύνητος,