Greek Meaning of exhaustless

ανεξάντλητος

Other Greek words related to ανεξάντλητος

Definitions and Meaning of exhaustless in English

Webster

exhaustless (a.)

Not be exhausted; inexhaustible; as, an exhaustless fund or store.

FAQs About the word exhaustless

ανεξάντλητος

Not be exhausted; inexhaustible; as, an exhaustless fund or store.

ανεξάντλητος,αναρίθμητα,αναρίθμητοι,εκτεταμένος,τεράστιος,αμετρήσιμος,Ανεπίλυτος,ανεκτίμητος,άπειρος,αμέτρητος

οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,περιορισμένος,μετρήσιμος,αβυσσαίος,ανεξερεύνητος

exhaustively => εξαντλητικά, exhaustive => εξαντλητικός , exhaustion => εξάντληση, exhausting => εξαντλητικός, exhaustible => εξαντλήσιμος,