Greek Meaning of unbounded
απεριόριστος
Other Greek words related to απεριόριστος
Nearest Words of unbounded
Definitions and Meaning of unbounded in English
unbounded (s)
seemingly boundless in amount, number, degree, or especially extent
unbounded (a.)
Having no bound or limit; as, unbounded space; an, unbounded ambition.
FAQs About the word unbounded
απεριόριστος
seemingly boundless in amount, number, degree, or especially extentHaving no bound or limit; as, unbounded space; an, unbounded ambition.
ατελείωτος,άπειρος,απεριόριστος,Ανεξερεύνητο,αμέτρητος,απεριόριστος,απέραντος,αβυσσαλέος,απεριόριστος,απέραντος
οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,περιορισμένος,μετρήσιμος,αβυσσαίος,ανεξερεύνητος
unboundably => απεριόριστα, unbound => ελεύθερος, unbottomed => αβυσσαλέος, unbosoming => εμπιστοσύνη, unbosomer => εξομολογητής,