Greek Meaning of unbosom
εξομολογούμαι
Other Greek words related to εξομολογούμαι
- αποκαλύπτω
- ανακαλύπτω
- εκθέτω
- αποκαλύπτω
- λέω
- αποκαλύπτουν
- ανακοινώνω
- Γυμνός
- εμπιστεύομαι
- αποκαλύπτω
- διαρροή
- κοινοποιώ
- διαρροή
- αποκαλύπτω
- ξεσκεπάζω
- αποκαλύπτω
- αποκαλύπτω
- αφήνω να γίνει κατανοητό (για)
- αναγνωρίζω
- ομολογώ
- διαφημίζω
- ομολογώ
- προδίδω
- κουτσομπολεύω
- φλόγα
- φέρνω έξω
- μετάδοση
- επικοινωνώ
- παραδέχομαι
- ομολογώ
- αποκαλύπτω
- _δηλώνω_
- εκταφή
- χαρίζω
- παρέχει
- πληροφορώ
- ιδιο
- ανάρτηση
- ανακηρύσσω
- διακήρυξη
- διαφημίζω
- δημοσιεύω
- σχετίζεσθαι
- εμφανίζομαι
- κάπνισμα σε εξωτερικούς χώρους
- ήχος
- μιλάω
- Ξεντύνομαι
- Δημοσιοποιώ (σε)
- Βγάλω το φίδι απ' την τρύπα (για)
- ξεφουρνίζω μυστικά (για)
Nearest Words of unbosom
Definitions and Meaning of unbosom in English
unbosom (v)
relieve oneself of troubling information
unbosom (v. t.)
To disclose freely; to reveal in confidence, as secrets; to confess; -- often used reflexively; as, to unbosom one's self.
FAQs About the word unbosom
εξομολογούμαι
relieve oneself of troubling informationTo disclose freely; to reveal in confidence, as secrets; to confess; -- often used reflexively; as, to unbosom one's sel
αποκαλύπτω,ανακαλύπτω,εκθέτω,αποκαλύπτω,λέω,αποκαλύπτουν,ανακοινώνω,Γυμνός,εμπιστεύομαι,αποκαλύπτω
Μανδύας,κρύβω,κρύβω,Μάσκα,πέπλο,κάλυμμα (πάνω),καμουφλάζ,μεταμφίεση,περιβάλλω,επιχρυσωμένος
unborrowed => δανεισμένος, unborn => αγέννητος, unbordered => άκλιτος, unboot => βγαίνω τα παπούτσια μου, unbooked => Δεν έχει γίνει κράτηση,