Greek Meaning of bare
Γυμνός
Other Greek words related to Γυμνός
- στολισμένος
- διακοσμημένος
- διακοσμημένο
- φανταχτερός
- χτυπητός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- δυνατός
- διακοσμημένο
- επιδεικτικός
- σικ
- φανταχτερός
- περίτεχνος
- υπερβολικός
- εξωφρενικός
- εντυπωσιακός
- ανθηρός
- Λαμπερός
- φρικτός
- περίτεχνος
- επιδεικτικός
- υπερβολικός
- πιτσιλίσματος
- καλοντυμένος
- κομμένος
- λαμπερό
- ντυμένος
- παρατεταγμένοι
- μπαρόκ
- στολισμένος
- ντυμένος
- κεντημένος
- γαρνιρισμένο
- υπερβολικός
- Ροκοκό
- Στολισμένος
- καλυμμένος
- Υπερβολικά διακοσμημένο
Nearest Words of bare
Definitions and Meaning of bare in English
bare (v)
lay bare
make public
lay bare
bare (s)
completely unclothed
lacking in magnitude or quantity
just barely adequate or within a lower limit
apart from anything else; without additions or modifications
lacking a surface finish such as paint
providing no shelter or sustenance
having everything extraneous removed including contents
lacking embellishment or ornamentation
bare (a)
not having a protective covering
lacking its natural or customary covering
bare (a.)
Without clothes or covering; stripped of the usual covering; naked; as, his body is bare; the trees are bare.
With head uncovered; bareheaded.
Without anything to cover up or conceal one's thoughts or actions; open to view; exposed.
Plain; simple; unadorned; without polish; bald; meager.
Destitute; indigent; empty; unfurnished or scantily furnished; -- used with of (rarely with in) before the thing wanting or taken away; as, a room bare of furniture.
Threadbare; much worn.
Mere; alone; unaccompanied by anything else; as, a bare majority.
To strip off the covering of; to make bare; as, to bare the breast.
bare (n.)
Surface; body; substance.
That part of a roofing slate, shingle, tile, or metal plate, which is exposed to the weather.
bare ()
Bore; the old preterit of Bear, v.
of Bear
FAQs About the word bare
Γυμνός
lay bare, make public, lay bare, completely unclothed, lacking in magnitude or quantity, not having a protective covering, lacking its natural or customary cove
απλό,διάφανος,απλός,πολύ,απόλυτος,Ολοήμερος,μόνος,θρασύς,μόνος,μόνο
στολισμένος,διακοσμημένος,διακοσμημένο,φανταχτερός,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,δυνατός,διακοσμημένο,επιδεικτικός
bardship => Σκλαβιά του βάρδου, bardolatry => Λατρεία διασημοτήτων, bardling => Ποιητής αρχάριος, bardism => βαρδισμός, bardish => Μπαρ,