Greek Meaning of bare bones

σκελετός

Other Greek words related to σκελετός

Definitions and Meaning of bare bones in English

Wordnet

bare bones (n)

(plural) the most basic facts or elements

bare bones

the barest essentials, facts, or elements, including only what is most basic or necessary

FAQs About the word bare bones

σκελετός

(plural) the most basic facts or elementsthe barest essentials, facts, or elements, including only what is most basic or necessary

απλό,ελάχιστος,κοντός,αραιός,Γυμνός,από το χέρι στο στόμα,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,έλλειψη,φως

επαρκής,αρκετά,πλούσιος,ικανοποιητικός,ικανός,ανεκτός,έκρηξη,περίσσεια,επιπλέον,λίπος

bare bone => Γυμνά οστά, bare => Γυμνός, bardship => Σκλαβιά του βάρδου, bardolatry => Λατρεία διασημοτήτων, bardling => Ποιητής αρχάριος,