Greek Meaning of skimp
σφίγγω
Other Greek words related to σφίγγω
- σπάνιος
- αραιός
- ανεπαρκής
- Ανεπαρκής
- έλλειψη
- φως
- ο χαμηλότερος
- πενιχρός
- ισχνός
- ελάχιστος
- φτωχός
- αραιός
- Ελάχιστος
- κοντός
- φτωχός
- μικρός
- εφεδρικό
- οικονομικός
- τσιγκούνης
- Γυμνός
- σκελετός
- ανεπαρκής
- ασήμαντος
- από το χέρι στο στόμα
- λιγότερο
- απλό
- φειδωλός
- λεπτή
- ελαφρύ
- αδύνατος
- στείρος
- λεπτός
- θέλοντας
- μικρότερος
- ελάχιστο
- Σπάνιος σαν το σαφράν
Nearest Words of skimp
Definitions and Meaning of skimp in English
skimp (v)
work hastily or carelessly; deal with inadequately and superficially
limit in quality or quantity
subsist on a meager allowance
supply sparingly and with restricted quantities
skimp (v. t.)
To slight; to do carelessly; to scamp.
To make insufficient allowance for; to scant; to scrimp.
skimp (v. i.)
To save; to be parsimonious or niggardly.
skimp (a.)
Scanty.
FAQs About the word skimp
σφίγγω
work hastily or carelessly; deal with inadequately and superficially, limit in quality or quantity, subsist on a meager allowance, supply sparingly and with res
σπάνιος,αραιός,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,έλλειψη,φως,ο χαμηλότερος,πενιχρός,ισχνός,ελάχιστος
άφθονος,επαρκής,άφθονος,άφθονος,άφθονος,αρκετά,γενναιόδωρος,φιλελεύθερος,άφθονο,πλούσιος
skimmington => Σκιμίνγκτον, skimmingly => Επιπόλαια, skimming => μικροανάλυση, skimmerton => Σκιμμερτον, skimmer => σκίμερ,