Greek Meaning of niggardly
φειδωλός
Other Greek words related to φειδωλός
- προσεκτικός
- φτηνός
- κοντά
- επιθυμητός
- Ταιριαστός
- μέση τιμή
- τσιγκούνης
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- άπορος
- πρέσσα
- εγωιστής
- τσιγκούνης
- σφιχτός
- αναίσθητος
- αγενής
- φιλάργυρος
- επιφυλακτικός
- φθηνός
- τσιγκούνης
- οικονομικός
- εξοικονόμηση
- λιτός
- φειδωλός
- φθηνός
- τσιγκούνης
- αποταμίευση
- μικρός
- εφεδρικό
- οικονομικός
- φειδωλός
- φειδωλός
- διατήρησης
- αποκτηστικός
- πρόθυμος
- απρόθυμα
- άπληστος
- φθονερός
- αρπαγή
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- εχθρικός
- φαγούρα
- μισθοφόρος
- αρπακτικό
- αγανακτισμένος
- λιτότητα
- φθαρμένος
- οικονομία
- βρώμικος
- λαχτάρα
- αλτρουιστικός
- άφθονα
- άφθονος
- φιλανθρωπικός
- εξωφρενικός
- γενναιόδωρος
- σπάταλος
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- γενναιόδωρος
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ακούραστος
- Ευεργετικός
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- δωρεάν
- Ελεύθερο σκίτσο
- όμορφος
- φιλόξενος
- ανθρωπιστικός
- παρακαλώ
- γενναιόδωρος
- υπερβολικά γενναιόδωρος
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- άσωτος
- άφθονος
- ανιδιοτελής
- διαλυόμενος
- Καλοκάγαθος
- μεγαλόκαρδος
- ειλικρινής
- σπάταλος
- Σπάταλος
- σπατάλη
- σπάταλος
- σπάταλος
- Μαρμέλος
- σπατάλη
Nearest Words of niggardly
- niggardliness => τσιγκουνιά
- niggardish => φειδωλός
- niggardise => τσιγκουνιά
- niggard => τσιγκούνης
- niger-kordofanian language => Γλώσσες νιγηρο-κορδοφανικές
- niger-kordofanian => Νίγηρα-Κορδοφάνικη
- nigerien => νιγηριακός
- nigerian monetary unit => Νιγηριανή νομισματική μονάδα
- nigerian capital => πρωτεύουσα της Νιγηρίας
- nigerian => νιγηριανός
Definitions and Meaning of niggardly in English
niggardly (s)
petty or reluctant in giving or spending
niggardly (a.)
Meanly covetous or avarcious in dealing with others; stingy; niggard.
niggardly (adv.)
In a niggard manner.
FAQs About the word niggardly
φειδωλός
petty or reluctant in giving or spendingMeanly covetous or avarcious in dealing with others; stingy; niggard., In a niggard manner.
προσεκτικός,φτηνός,κοντά,επιθυμητός,Ταιριαστός,μέση τιμή,τσιγκούνης,τσιγκούνης,φειδωλός,άπορος
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,γενναιόδωρος,σπάταλος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος
niggardliness => τσιγκουνιά, niggardish => φειδωλός, niggardise => τσιγκουνιά, niggard => τσιγκούνης, niger-kordofanian language => Γλώσσες νιγηρο-κορδοφανικές,