Greek Meaning of grasping
αρπαγή
Other Greek words related to αρπαγή
- αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- άπληστος
- επιθυμητός
- πρόθυμος
- Ταιριαστός
- μισθοφόρος
- πρόθυμος
- άρπαγας
- Υλιστικός
- αρπακτικό
- λαχτάρα
- φιλάργυρος
- απρόθυμα
- καταβροχθίζοντας
- δυσαρέσκεια
- δυσαρεστημένος
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- λαιμαργός
- καταβροχθίζω
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- αχόρταγος
- φαγούρα
- λιχούδης
- τσιγκούνης
- χοιρινός
- Γουρουνάκι
- άπληστος
- αγανακτισμένος
- εγωκεντρικός
- χοιρινός
- Ασβεστος
- δυσαρεστημένος
- άπληστος
- εμπορικός
Nearest Words of grasping
Definitions and Meaning of grasping in English
grasping (n)
understanding with difficulty
the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles)
grasping (s)
immoderately desirous of acquiring e.g. wealth
grasping (a.)
Seizing; embracing; catching.
Avaricious; greedy of gain; covetous; close; miserly; as, he is a grasping man.
FAQs About the word grasping
αρπαγή
understanding with difficulty, the act of gripping something firmly with the hands (or the tentacles), immoderately desirous of acquiring e.g. wealthSeizing; em
αποκτηστικός,φιλάργυρος,άπληστος,επιθυμητός,πρόθυμος,Ταιριαστός,μισθοφόρος,πρόθυμος,άρπαγας,Υλιστικός
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,μέτριος
grasper => λαβίδα, graspable => κατανοητό, grasp => Κατανοώ, grapy => σταφυλώδης, graptophyllum pictum => Graptophyllum pictum,