Greek Meaning of moneygrubbing

φιλάργυρος

Other Greek words related to φιλάργυρος

Definitions and Meaning of moneygrubbing in English

moneygrubbing

a person bent on accumulating money

FAQs About the word moneygrubbing

φιλάργυρος

a person bent on accumulating money

φιλάργυρος,Ταιριαστός,μισθοφόρος,αποκτηστικός,πρόθυμος,άπληστος,επιθυμητός,πρόθυμος,αρπαγή,αρπακτικό

αλτρουιστικός,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος,ανιδιοτελής

moneybags => πλούσιος, money orders => ταχυδρομικές επιταγές, monastics => μοναχοί, moms => μητέρες, mommies => μαμάδες,