Greek Meaning of altruistic

αλτρουιστικός

Other Greek words related to αλτρουιστικός

Definitions and Meaning of altruistic in English

Wordnet

altruistic (a)

showing unselfish concern for the welfare of others

Webster

altruistic (a.)

Regardful of others; beneficent; unselfish; -- opposed to egoistic or selfish.

FAQs About the word altruistic

αλτρουιστικός

showing unselfish concern for the welfare of othersRegardful of others; beneficent; unselfish; -- opposed to egoistic or selfish.

φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,ανθρωπιστικός,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός,Ευεργετικός,κάνε το καλό,ελεημοσύνης,γενναιόδωρος,καλός

εγωκεντρικός,εγωιστής,φτηνός,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άσπλαχνος,εγωιστής,εγωιστικός,εγωιστής

altruist => αλτρουιστής, altruism => Αλτρουϊσμός, altricial => φωλεόφιλα, altrices => αγωγής, altrical => πτηνό νεοσσός,