Greek Meaning of closefisted
τσιγκούνης
Other Greek words related to τσιγκούνης
- προσεκτικός
- φτηνός
- κοντά
- επιθυμητός
- Ταιριαστός
- μέση τιμή
- πρέσσα
- τσιγκούνης
- εγωιστής
- εφεδρικό
- σφιχτός
- φθηνός
- οικονομικός
- λιτός
- φειδωλός
- τσιγκούνης
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- φειδωλός
- φθηνός
- άπορος
- αποταμίευση
- μικρός
- οικονομικός
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- φειδωλός
- αναίσθητος
- αγενής
- διατήρησης
- αποκτηστικός
- φιλάργυρος
- πρόθυμος
- απρόθυμα
- επιφυλακτικός
- άπληστος
- εξοικονόμηση
- φθονερός
- αρπαγή
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- εχθρικός
- φαγούρα
- μισθοφόρος
- αρπακτικό
- αγανακτισμένος
- λιτότητα
- φθαρμένος
- οικονομία
- βρώμικος
- λαχτάρα
- αλτρουιστικός
- άφθονα
- άφθονος
- φιλανθρωπικός
- εξωφρενικός
- δωρεάν
- γενναιόδωρος
- όμορφος
- σπάταλος
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- γενναιόδωρος
- ανιδιοτελής
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ακούραστος
- Ευεργετικός
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- Ελεύθερο σκίτσο
- μεγαλόκαρδος
- φιλόξενος
- ανθρωπιστικός
- παρακαλώ
- γενναιόδωρος
- ειλικρινής
- υπερβολικά γενναιόδωρος
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- άφθονος
- διαλυόμενος
- Καλοκάγαθος
- σπάταλος
- άσωτος
- Σπάταλος
- σπάταλος
- σπάταλος
- Μαρμέλος
- σπατάλη
Nearest Words of closefisted
- close-fights => Σκληρές μάχες
- closed-ring => Κλειστός δακτύλιος
- closedown => κλείσιμο
- closed-minded => Κλειστόμυαλος
- closed-loop system => Κλειστό σύστημα
- closed-heart surgery => Κλειστή καρδιοχειρουργική επέμβαση
- closed-end investment company => Κλειστή επενδυτική εταιρεία
- closed-end fund => Κλειστό αμοιβαίο κεφάλαιο
- closed-door => κεκλεισμένων των θυρών
- closed-class word => Κλειστή κατηγορία λέξης
- close-fitting => Κοντό
- close-grained => Λεπτόκοκκος
- closehanded => με κλειστά χέρια
- close-hauled => Προς τον άνεμο
- close-knit => Συσπειρωμένος
- closelipped => σιωπηλός
- closely => προσεκτικά
- closely held corporation => Ομόρρυθμη εταιρεία
- closely knit => Στενά συνδεδεμένος
- closely-held => Στενά κρατούμενο
Definitions and Meaning of closefisted in English
closefisted (s)
unwilling to part with money
closefisted (a.)
Covetous; niggardly.
FAQs About the word closefisted
τσιγκούνης
unwilling to part with moneyCovetous; niggardly.
προσεκτικός,φτηνός,κοντά,επιθυμητός,Ταιριαστός,μέση τιμή,πρέσσα,τσιγκούνης,εγωιστής,εφεδρικό
αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,δωρεάν,γενναιόδωρος,όμορφος,σπάταλος,φιλελεύθερος
close-fights => Σκληρές μάχες, closed-ring => Κλειστός δακτύλιος, closedown => κλείσιμο, closed-minded => Κλειστόμυαλος, closed-loop system => Κλειστό σύστημα,