Greek Meaning of closefisted

τσιγκούνης

Other Greek words related to τσιγκούνης

Definitions and Meaning of closefisted in English

Wordnet

closefisted (s)

unwilling to part with money

Webster

closefisted (a.)

Covetous; niggardly.

FAQs About the word closefisted

τσιγκούνης

unwilling to part with moneyCovetous; niggardly.

προσεκτικός,φτηνός,κοντά,επιθυμητός,Ταιριαστός,μέση τιμή,πρέσσα,τσιγκούνης,εγωιστής,εφεδρικό

αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,δωρεάν,γενναιόδωρος,όμορφος,σπάταλος,φιλελεύθερος

close-fights => Σκληρές μάχες, closed-ring => Κλειστός δακτύλιος, closedown => κλείσιμο, closed-minded => Κλειστόμυαλος, closed-loop system => Κλειστό σύστημα,