Greek Meaning of close-knit

Συσπειρωμένος

Other Greek words related to Συσπειρωμένος

Definitions and Meaning of close-knit in English

Wordnet

close-knit (s)

held together as by social or cultural ties

FAQs About the word close-knit

Συσπειρωμένος

held together as by social or cultural ties

κυνηγητικός,Κλίκα,κλίκας,κοντά,γνώριμος,φιλικός,κόλπος,φιλαράκια,αποκλειστικός,Αιμομικτικός

δεκτικός,φιλόξενος

close-hauled => Προς τον άνεμο, closehanded => με κλειστά χέρια, close-grained => Λεπτόκοκκος, close-fitting => Κοντό, closefisted => τσιγκούνης,