FAQs About the word closely

προσεκτικά

in a close relation or position in time or space, in an attentive manner, in a close mannerIn a close manner., Secretly; privately.

σχεδόν,κοντά

εξ αποστάσεως,μακριά

closelipped => σιωπηλός, close-knit => Συσπειρωμένος, close-hauled => Προς τον άνεμο, closehanded => με κλειστά χέρια, close-grained => Λεπτόκοκκος,