Greek Meaning of closeout

εκποίηση

Other Greek words related to εκποίηση

Definitions and Meaning of closeout in English

Wordnet

closeout (n)

a sale intended to dispose of all remaining stock

FAQs About the word closeout

εκποίηση

a sale intended to dispose of all remaining stock

κοντά,Συμπεραίνουμε,τέλος,τέλος,τελειώνω,ολοκληρωμένο,πληρώνω,κατεβάζω την αυλαία (σε),γύρος (εκτός ή εκτός),τερματισμός

αρχίσετε,αρχίζω,ανοιχτό,αρχή,εγκαινιάζω

close-order drill => Στενή εξάσκηση τάξεως, closeness => εγγύτητα, closen => κοντινός, closemouthed => κλειστόμυalos, close-minded => κλειστόμυαλος,