Greek Meaning of friendly
φιλικός
Other Greek words related to φιλικός
- φιλεύσπλαχνος
- ζεστός
- στοργικός
- φιλικός
- προσιτός
- φιλαράκια
- φιλικός
- φιλικός
- συντροφικός
- φιλικός
- γνώριμος
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- χαίρετε πάντες
- γενναιόδωρος
- φιλόξενος
- αγαπώντας
- χαρούμενος
- φιλικός
- ωραίο
- γλυκό
- Θερμόκαρδος
- λατρεύω
- Φιλικός
- ευχάριστος
- αδελφικός
- φίλοι
- κοντά
- κλειστό
- Φιλικός
- αφοσιωμένος
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- λαϊκός
- οπαδός
- αδελφικός
- Καλοσυνάτος
- κοινωνικός
- χαλαρός σύντροφος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- Φίλος
- εξωστρεφής
- Παράλυση
- κολλητός φίλος
- αδελφικός
- κοινωνικός
- Τρυφερός
- Φιλικός
- ανταγωνιστικός
- εχθρικός
- ανεπιθύμητος
- επιθετικός
- αλλοτριωμένος
- εμπόλεμος
- κρύος
- κρύος
- μαχητικός
- κουλ
- κρύο
- παγωμένος
- παγετώδης
- παγωμένος
- χιονώδης
- επιχειρηματικός
- πολεμοχαρής
- ψυχρός
- Αμφιλεγόμενος
- φιλονικητής
- αποξενωμένος
- εχθρικός
- εχθρικός
- μαχητικός
- φιλονικός
- φτωχό
- άγριος
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- χειμωνιάτικος
Nearest Words of friendly
- friendliness => φιλικότητα
- friendlily => φιλικά
- friendlessness => έλλειψη φίλων
- friendless => άφιλός
- friending => Φιλίες
- friended => Φίλοι
- friend of the court => φίλος του δικαστηρίου
- friend => φίλος
- friedrich wilhelm nietzsche => Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε
- friedrich wilhelm bessel => Φρίντριχ Βίλχελμ Μπέσελ
Definitions and Meaning of friendly in English
friendly (n)
troops belonging to or allied with your own military forces
friendly (a)
characteristic of or befitting a friend
easy to understand or use
of or belonging to your own country's forces or those of an ally
friendly (s)
inclined to help or support; not antagonistic or hostile
friendly (a.)
Having the temper and disposition of a friend; disposed to promote the good of another; kind; favorable.
Appropriate to, or implying, friendship; befitting friends; amicable.
Not hostile; as, a friendly power or state.
Promoting the good of any person; favorable; propitious; serviceable; as, a friendly breeze or gale.
friendly (adv.)
In the manner of friends; amicably; like friends.
friendly (n.)
A friendly person; -- usually applied to natives friendly to foreign settlers or invaders.
FAQs About the word friendly
φιλικός
troops belonging to or allied with your own military forces, characteristic of or befitting a friend, inclined to help or support; not antagonistic or hostile,
φιλεύσπλαχνος,ζεστός,στοργικός,φιλικός,προσιτός,φιλαράκια,φιλικός,φιλικός,συντροφικός,φιλικός
ανταγωνιστικός,εχθρικός,ανεπιθύμητος,επιθετικός,αλλοτριωμένος,εμπόλεμος,κρύος,κρύος,μαχητικός,κουλ
friendliness => φιλικότητα, friendlily => φιλικά, friendlessness => έλλειψη φίλων, friendless => άφιλός, friending => Φιλίες,