Greek Meaning of outgoing
εξωστρεφής
Other Greek words related to εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- φιλικός
- φιλόξενος
- κινούμενη
- δώρο
- χαρούμενος
- συλλογικός
- κλειστό
- κοινωτικός
- φιλικός
- Φιλικός
- εξωστρεφής
- ομοφυλόφιλος
- φιλεύσπλαχνος
- κοινωνικός
- χαρούμενος
- ζωηρός
- κοινωνικός
- ζωηρός
- κουβεντολόγος
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φωτεινό
- ανθρακούχος
- πλευστό
- χαρούμενος
- κλαμπάμπλ
- φιλικός
- φιλικός
- αφρώδης
- εκτατικός
- ενθουσιώδης
- λαϊκός
- επερχόμενο
- φλύαρος
- λαμπρός
- ζωηρός
- χαρούμενος
- παρακαλώ
- φιλικός
- ζωηρός
- pithani
- θρασύς
- Ζωηρός
- αισιόδοξο
- Ζωντανός
Nearest Words of outgoing
Definitions and Meaning of outgoing in English
outgoing (a)
leaving a place or a position
retiring from a position or office
outgoing (s)
at ease in talking to others
outgoing (p. pr. & vb. n.)
of Outgo
outgoing (n.)
The act or the state of going out.
That which goes out; outgo; outlay.
The extreme limit; the place of ending.
outgoing (a.)
Going out; departing; as, the outgoing administration; an outgoing steamer.
FAQs About the word outgoing
εξωστρεφής
leaving a place or a position, retiring from a position or office, at ease in talking to othersof Outgo, The act or the state of going out., That which goes out
εξωστρεφής,φιλικός,φιλόξενος,κινούμενη,δώρο,χαρούμενος,συλλογικός,κλειστό,κοινωτικός,φιλικός
αντικοινωνικός,Εσωστρεφής,ερημίτης,ακοινώνητος,αντικοινωνικός,απόμακρος,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό
outgoes => δαπάνες, outgoer => εξερχόμενος, outgo => έξοδα, outgive => δίνω έξω, outgeneralling => Ανώτερος στη στρατηγική,