Greek Meaning of reclusive

ερημίτης

Other Greek words related to ερημίτης

Definitions and Meaning of reclusive in English

Wordnet

reclusive (s)

withdrawn from society; seeking solitude

providing privacy or seclusion

Webster

reclusive (a.)

Affording retirement from society.

FAQs About the word reclusive

ερημίτης

withdrawn from society; seeking solitude, providing privacy or seclusionAffording retirement from society.

κρύος,αποσπασμένος,μακρινό,ξηρός,Εσωστρεφής,κρατημένος,ντροπαλός,αποσυρμένος,απόμακρος,αντικοινωνικός

δώρο,κοινωτικός,φιλικός,Φιλικός,εκτατικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φλύαρος,κοινωνικός,φιλόξενος

reclusion => εγκλεισμός, recluseness => ερημητήριο, reclusely => μοναχικά, recluse => ερημίτης, reclude => ερημίτης,