Greek Meaning of clinical
κλινικός
Other Greek words related to κλινικός
- επαγγελματίας
- Επιχειρηματικός
- κρύος
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- μακρινό
- εξαίρετος
- σκληρός
- απρόσωπος
- αδιάφορος
- Στόχος
- κρατημένος
- σοβαρός
- σιωπηλός
- νηφάλιος
- επίσημος
- απόμακρος
- αντισηπτικό
- αντικοινωνικός
- αδιάφορος
- αρκτικός
- Ακοινωνικός
- αναίμακτος
- εύθραυστος
- κουμπωμένο
- χιλι
- κρύος
- Υγρός
- ψυχρός
- Ψυχρός στα μάτια
- άκαρδος
- κουλ
- αξιοπρεπής
- αδιάφορος
- ξηρός
- σοβαρός
- Υψηλός
- κρύο
- παγωμένος
- κατεψυγμένο
- Παγωμένο
- παγετώδης
- τάφος
- Σκληρόκαρδος
- άκαρδος
- χωρίς χιούμορ
- παγωμένος
- Αδιάφορος
- Μισάνθρωπος
- πρακτικός
- απόμακρος
- άσπλαχνος
- απομακρυσμένος
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- σοβαρός
- σοβαρός
- Άψυχος
- σοβαρός
- αδιέξοδο
- απόμακρος-η-ο
- σιωπηλός
- άκαμπτος
- αδιάφορος
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- αγέλαστος
- ανέκφραστος
- ανέμπνευστος
- αναίσθητος
- ανεπιθύμητος
- αδιάφορος
- αναίσθητος
- ανέκφραστος
- ακοινώνητος
- ανανταγωνιστικό
- βαρύς
- χειμωνιάτικος
- χιονώδης
- Δροσερός
- σκληρός βλέμμα
- Ασύλλογος
- μη αστείο
- κοινωτικός
- συμπονετικός
- Φιλικός
- επιδεικτικός
- συναισθηματικός
- εκτατικός
- εκφραστικός
- χαρούμενος
- γενναιόδωρος
- ευγενικός
- καλόκαρδος
- συμπαθής
- Θερμόαιμο
- Θερμόκαρδος
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- δώρο
- κλαμπάμπλ
- συλλογικός
- κλειστό
- αστείος
- κωμικός
- φιλικός
- φιλικός
- φιλικός
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- φαρσικός
- λαϊκός
- φιλικός
- φλύαρος
- λαμπρός
- φιλεύσπλαχνος
- κοινωνικός
- φιλόξενος
- υστερικός
- υστερικός
- παρακαλώ
- φως
- φιλικός
- εξωστρεφής
- κοινωνικός
- κουβεντολόγος
- μη επαγγελματίας
- ζεστός
- αντίκα
- αστείος
- ειρωνικός
- επιπόλαιος
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- φρίβολος
- αστείο
- ανοησυ
- Αστείος
- χιουμοριστικό
- αστείος, ειρωνικός
- αστειευόμενος
- γατίσιο
- αστείος
- ανέμελος
- παιχνιδιάρικος
- παιχνιδιάρικο
- παιδαριώδης
- θορυβώδης
- Γελοίος
- αφηρημένος
- φωνάζω
- που σκίζει τα πλευρά
- θορυβώδης
- μη επιχειρηματικός
Nearest Words of clinical
- clinical anatomy => Κλινική ανατομία
- clinical depression => Κλινική κατάθλιψη
- clinical neurology => Κλινική νευρολογία
- clinical psychologist => Κλινικός ψυχολόγος
- clinical psychology => κλινική ψυχολογία
- clinical test => κλινική δοκιμή
- clinical thermometer => Κλινικό θερμόμετρο
- clinical trial => κλινική δοκιμή
- clinically => κλινικά
- clinician => γιατρός
Definitions and Meaning of clinical in English
clinical (a)
relating to a clinic or conducted in or as if in a clinic and depending on direct observation of patients
clinical (s)
scientifically detached; unemotional
clinical (v. i.)
Alt. of Clinic
FAQs About the word clinical
κλινικός
relating to a clinic or conducted in or as if in a clinic and depending on direct observation of patients, scientifically detached; unemotionalAlt. of Clinic
επαγγελματίας,Επιχειρηματικός,κρύος,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,μακρινό,εξαίρετος,σκληρός,απρόσωπος,αδιάφορος
κοινωτικός,συμπονετικός,Φιλικός,επιδεικτικός,συναισθηματικός,εκτατικός,εκφραστικός,χαρούμενος,γενναιόδωρος,ευγενικός
clinic => Κλινική, clingy => προσκολλημένος, clingstone => ροδάκινο, clinging => προσκολλημένος, clingfish => βεντούζα,