Greek Meaning of cling to
προσκολλημένος
Other Greek words related to προσκολλημένος
- Αμύνω
- ετοιμότητα
- τηρώ (κάτι)
- λαξεύω (σε)
- Κρατώ
- κρατάω (από)
- επιμένω (σε ή με)
- συμμορφώνεται με
- αποδέχομαι
- υιοθετώ
- συνήγορος
- επιβεβαιώνω
- καλλιεργώ
- αγκαλιάζω
- Εγκρίνει
- επιβάλλω
- ακολουθήστε
- επαληθεύω
- υποστήριξη
- προσκολλάω (προς)
- Επιστροφή
- μαξιλάρι
- πρωταθλητής
- εκτιμώ
- υποστηρίζω
- αναθρέφω
- Προσέχω
- εγκρίνω
- ενισχύω
- εγκαταλείπω
- Έρημος
- εγκαταλείπω
- εγκαταλείπω
- ανάκληση
- επανεξετάζω
- παραιτούμαι
- ανακαλώ
- παράδοση
- ξαναπαίρνω
- αναληψη
- ελάττωμα (από)
- διαφωνώ (με)
- απαρνηθώ
- υποχωρώ
- υποχωρώ
- Αντιφάσκεται
- αμφισβητώ
- αρνούμαι
- διαψεύδω
- διαμάχη
- αρνούμαι
- αρνητικός
- αντικρούω
- ανακαλώ
- διαψεύδω
- εγκαταλείπω
- απαρνηθώ
- ανακαλώ
- περιφρονώ
- παραιτούμαι
- επιστροφή προς τα πίσω
- αρνούμαι
- αποκήρυξη
- απαρνιέμαι
- διαψεύδω
- αποκηρύσσω
- ανέκφραστο
Nearest Words of cling to
Definitions and Meaning of cling to in English
cling to (v)
hold firmly, usually with one's hands
FAQs About the word cling to
προσκολλημένος
hold firmly, usually with one's hands
Αμύνω,ετοιμότητα,τηρώ (κάτι),λαξεύω (σε),Κρατώ,κρατάω (από),επιμένω (σε ή με),συμμορφώνεται με,αποδέχομαι,υιοθετώ
εγκαταλείπω,Έρημος,εγκαταλείπω,εγκαταλείπω,ανάκληση,επανεξετάζω,παραιτούμαι,ανακαλώ,παράδοση,ξαναπαίρνω
cling film => μεμβράνη, cling => προσκολλάω, cline => κλίση, clinching => πριτσίνωμα, clincher-built => κλίνκερ.,