Greek Meaning of clinging
προσκολλημένος
Other Greek words related to προσκολλημένος
Nearest Words of clinging
- clingstone => ροδάκινο
- clingy => προσκολλημένος
- clinic => Κλινική
- clinical => κλινικός
- clinical anatomy => Κλινική ανατομία
- clinical depression => Κλινική κατάθλιψη
- clinical neurology => Κλινική νευρολογία
- clinical psychologist => Κλινικός ψυχολόγος
- clinical psychology => κλινική ψυχολογία
- clinical test => κλινική δοκιμή
Definitions and Meaning of clinging in English
clinging (p. pr. & vb. n.)
of Cling
FAQs About the word clinging
προσκολλημένος
of Cling
προσκολλημένος,κολλώδης,σχίσιμο,Κόλλημα,κόλληση,υποχρεωτικός,συνεκτικός,στερέωση,Τήξη,υλοτομία
πτώση,χαλάρωση,πτώση
clingfish => βεντούζα, clingfilm => Μεμβράνη τροφίμων, cling to => προσκολλημένος, cling film => μεμβράνη, cling => προσκολλάω,