FAQs About the word clingy

προσκολλημένος

Apt to cling; adhesive.

Κόλλα,κολλώδης,οπαδός,Κολλώδης,κολλώδης,κολλώδης,κολλώδης,επίμονος,ιξώδης,ιξώδης

μη κολλώδες,μη ιξώδες

clingstone => ροδάκινο, clinging => προσκολλημένος, clingfish => βεντούζα, clingfilm => Μεμβράνη τροφίμων, cling to => προσκολλημένος,