Greek Meaning of clinching
πριτσίνωμα
Other Greek words related to πριτσίνωμα
Nearest Words of clinching
Definitions and Meaning of clinching in English
clinching (p. pr. & vb. n.)
of Clinch
FAQs About the word clinching
πριτσίνωμα
of Clinch
αποφασίζοντας,υπισχνόμενος,κατακάθιση,clarifying,οριστικός,διασφαλίζοντας,ίδρυση,κάρφωμα,αποδεικνύοντας,προστασία
συγκεχυμένος,Ανακατωμένος,ανησυχητική,θόλωση
clincher-built => κλίνκερ., clincher => κλειδί, clinched => κλειδωμένος, clinch river => Κλίντς Ρίβερ, clinch => σφίγγω,