Greek Meaning of clarifying
clarifying
Other Greek words related to clarifying
- δελεαστικός
- Δολερός
- παραπλανητικός
- Παραπλανητικός
- Ψευδής
- πλανερός
- Παραπλανητικό
- φαινομενικός
- λεπτός
- ΨΕΥΔΕΣ
- επινοητικός
- πονηρός
- πονηρός
- Παραπλανητικός
- παραπλανητικός
- ύπουλος
- πονηρός
- ανακριβής
- εσφαλμένος
- σκιερός
- Ύπουλος
- ολισθηρός
- πανούργος
- ύπουλος
- τέχνασμα
- δύσκολος
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- πονηρός
- λάθος
- Λεπτός
- Δολερός
- κλεφτό
- πανέξυπνος
Nearest Words of clarifying
Definitions and Meaning of clarifying in English
clarifying (s)
that makes clear
clarifying (p. pr. & vb. n.)
of Clarify
FAQs About the word clarifying
clarifying
that makes clearof Clarify
επεξηγηματικός,επεξηγηματικός,φωτιστικός,αποκαλυπτικός,ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινά,απλός
δελεαστικός,Δολερός,παραπλανητικός,Παραπλανητικός,Ψευδής,πλανερός,Παραπλανητικό,φαινομενικός,λεπτός,ΨΕΥΔΕΣ
clarify => διευκρινίζω, clarifier => Διαυγήστρια, clarified butter => Γκι, clarified => διευκρίνισε, clarification => Διευκρίνιση,