Greek Meaning of clarifying

clarifying

Other Greek words related to clarifying

Definitions and Meaning of clarifying in English

Wordnet

clarifying (s)

that makes clear

Webster

clarifying (p. pr. & vb. n.)

of Clarify

FAQs About the word clarifying

clarifying

that makes clearof Clarify

επεξηγηματικός,επεξηγηματικός,φωτιστικός,αποκαλυπτικός,ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινά,απλός

δελεαστικός,Δολερός,παραπλανητικός,Παραπλανητικός,Ψευδής,πλανερός,Παραπλανητικό,φαινομενικός,λεπτός,ΨΕΥΔΕΣ

clarify => διευκρινίζω, clarifier => Διαυγήστρια, clarified butter => Γκι, clarified => διευκρίνισε, clarification => Διευκρίνιση,