FAQs About the word clarifier

Διαυγήστρια

That which clarifies., A vessel in which the process of clarification is conducted; as, the clarifier in sugar works.

φίλτρο,Καθαριστής,διυλιστήριο,καθαριότητα,αγνότητα

ρύπος,Μόλυνση,ακαθαρσία,Ρύπανση,κουκκίδα,νοθευτής,Κηλίδα,Σημάδι,βεβήλωση,βρωμιά

clarified butter => Γκι, clarified => διευκρίνισε, clarification => Διευκρίνιση, clarichord => Κλαβικόρντ, claribella => Κλαραμπέλα,