Greek Meaning of pollutant
Ρύπανση
Other Greek words related to Ρύπανση
Nearest Words of pollutant
Definitions and Meaning of pollutant in English
pollutant (n)
waste matter that contaminates the water or air or soil
FAQs About the word pollutant
Ρύπανση
waste matter that contaminates the water or air or soil
ρύπος,Μόλυνση,Ελάττωμα,ακαθαρσία,Λάσπη,ανωμαλία,νοθευτής,ατέλεια,Κηλίδα,Σημάδι
φίλτρο,Καθαριστής,διυλιστήριο,Διαυγήστρια,καθαριότητα,αγνότητα,Άμωμος
pollster => δημοσκόπος, polls => δημοσκοπήσεις, pollock => μπακαλιάρος, polliwog => Γυρίνος, polliwig => Γυρίνος,