FAQs About the word polluter

ρυπαντής

a person or organization that causes pollution of the environmentOne who pollutes.

μολύνω,κηλίδα,μολύνω,βεβηλώνω,Αραίωση,φάουλ,Έδαφος,νοθεύω,λερώνω,μαύρισμα

διευκρινίζω,Καθαρός,καθαρίζω,κάθαρση,καθαρίζω,σαφής,απολυμαίνω,Αποστάζω,φίλτρο,Απολυμαίνω

polluted => μολυσμένος, pollute => ρυπαίνω, pollutant => Ρύπανση, pollster => δημοσκόπος, polls => δημοσκοπήσεις,