Greek Meaning of rot
σάπιος
Other Greek words related to σάπιος
- μπλα μπλα
- κουκέτα
- σάλια
- κοπριά
- ανοησία
- ξηροί καρποί
- βλακεία
- παραλογισμό
- Μηλόσουπα
- ανοησίες
- ανοησίες
- καρίνα
- φλυαρία
- κουτοπόνηρος
- Μαρμαρίζω
- ανοησίες
- ανοησία
- ταύρος
- Μπάνκομπ
- Μπούρδες
- ανοησίες
- Μαλθακίες
- τρέλα
- κανάτα
- ανοησίες
- βιολί
- ανοησίες
- μωρία
- φάτζ
- μπούρδες
- Ανοησίες
- σαχλαμάρα
- Απάτη
- Τρέλα
- τζαζ
- Τρέλα
- Μαλακίες
- ανοησίες
- σαχλαμάρες
- ανοησίες
- πανκ
- Ταραντέλλα
- Ανοησία
- Μαλ***ίες
- ανοησία
- μετριότητες
- φλυαρίες
- φασόλια
- μπλα μπλα
- σκατά
- Ανοησία
- ανοησίες
- Βλακείες
- Χόκεϊ επί πάγου
- ανοησίες
- νέρτες
- ανοησία
- blarney
- φαιδρότητα
- ανοησίες
- φανέλα
- αέριο
- ελληνικός
- χουντού
- Ζεστός αέρας
- μούφα
- ηλιθιότητα
- ματαιότητα
- τρέλα
- Μαϊμουδέματα
- σεληνόφως
- Μπουρδολογία
- φλυαρία
- ανοησία
- λάσπη
- ανοησία
- κενότητα
- Τρέλα
- Μαϊμουδίες
- κατεργαριά
Nearest Words of rot
Definitions and Meaning of rot in English
rot (n)
a state of decay usually accompanied by an offensive odor
(biology) the process of decay caused by bacterial or fungal action
unacceptable behavior (especially ludicrously false statements)
rot (v)
break down
become physically weaker
rot (v. i.)
To undergo a process common to organic substances by which they lose the cohesion of their parts and pass through certain chemical changes, giving off usually in some stages of the process more or less offensive odors; to become decomposed by a natural process; to putrefy; to decay.
Figuratively: To perish slowly; to decay; to die; to become corrupt.
rot (v. t.)
To make putrid; to cause to be wholly or partially decomposed by natural processes; as, to rot vegetable fiber.
To expose, as flax, to a process of maceration, etc., for the purpose of separating the fiber; to ret.
rot (n.)
Process of rotting; decay; putrefaction.
A disease or decay in fruits, leaves, or wood, supposed to be caused by minute fungi. See Bitter rot, Black rot, etc., below.
A fatal distemper which attacks sheep and sometimes other animals. It is due to the presence of a parasitic worm in the liver or gall bladder. See 1st Fluke, 2.
FAQs About the word rot
σάπιος
a state of decay usually accompanied by an offensive odor, (biology) the process of decay caused by bacterial or fungal action, unacceptable behavior (especiall
μπλα μπλα,κουκέτα,σάλια,κοπριά,ανοησία,ξηροί καρποί,βλακεία,παραλογισμό,Μηλόσουπα,ανοησίες
κοινή λογική,κοινή λογική,κρίση,Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,Διάκριση,κρίση,φρόνηση,σοφία
rosy-purple => Τριανταφυλλί-μοβ, rosy-colored => Ροδόχρους, rosy-cheeked => με ροδαλά μάγουλα, rosy boa => Ροζ μπόα, rosy => ροζ** (róz),