Greek Meaning of fiddle
βιολί
Other Greek words related to βιολί
- μπλα μπλα
- κουκέτα
- σάλια
- φάτζ
- τζαζ
- κοπριά
- ανοησία
- ξηροί καρποί
- βλακεία
- φασόλια
- ανοησίες
- παραλογισμό
- Μηλόσουπα
- ανοησίες
- ανοησίες
- καρίνα
- blarney
- φλυαρία
- κουτοπόνηρος
- Μαρμαρίζω
- ανοησίες
- ανοησία
- ταύρος
- Μπάνκομπ
- Μπούρδες
- ανοησίες
- Μαλθακίες
- τρέλα
- κανάτα
- ανοησίες
- ανοησίες
- φανέλα
- ανοησίες
- μωρία
- μπούρδες
- Ανοησίες
- σαχλαμάρα
- χουντού
- μούφα
- Απάτη
- Τρέλα
- Τρέλα
- Μαλακίες
- ανοησίες
- σεληνόφως
- σαχλαμάρες
- ανοησίες
- πανκ
- σάπιος
- Ταραντέλλα
- Ανοησία
- Μαλ***ίες
- ανοησία
- μετριότητες
- φλυαρίες
- μπλα μπλα
- σκατά
- Ανοησία
- Βλακείες
- Χόκεϊ επί πάγου
- ανοησίες
- νέρτες
- ανοησία
- φαιδρότητα
- αέριο
- ελληνικός
- αλαμπραμπαλαμ
- Ζεστός αέρας
- ηλιθιότητα
- ματαιότητα
- τρέλα
- Μαϊμουδέματα
- Μπουρδολογία
- φλυαρία
- ανοησία
- λάσπη
- ανοησία
- διπλωματία
- κενότητα
- Τρέλα
- Μαϊμουδίες
- κατεργαριά
Nearest Words of fiddle
- fidalgo => φιδάλγο
- fid => τρύπα
- ficus sycomorus => Συκομορέα
- ficus rubiginosa => Ficus roxburghii
- ficus religiosa => Ιερή συκιά
- ficus elastica => Ελαστικό ficus
- ficus diversifolia => Ficus diversifolia
- ficus deltoidea => Δέλτα φύλλο συκιάς
- ficus carica sylvestris => Άγρια συκιά
- ficus carica => Συκιά
Definitions and Meaning of fiddle in English
fiddle (n)
bowed stringed instrument that is the highest member of the violin family; this instrument has four strings and a hollow body and an unfretted fingerboard and is played with a bow
fiddle (v)
avoid (one's assigned duties)
commit fraud and steal from one's employer
play the violin or fiddle
play on a violin
manipulate manually or in one's mind or imagination
play around with or alter or falsify, usually secretively or dishonestly
try to fix or mend
fiddle (n.)
A stringed instrument of music played with a bow; a violin; a kit.
A kind of dock (Rumex pulcher) with fiddle-shaped leaves; -- called also fiddle dock.
A rack or frame of bars connected by strings, to keep table furniture in place on the cabin table in bad weather.
fiddle (v. i.)
To play on a fiddle.
To keep the hands and fingers actively moving as a fiddler does; to move the hands and fingers restlessy or in busy idleness; to trifle.
fiddle (v. t.)
To play (a tune) on a fiddle.
FAQs About the word fiddle
βιολί
bowed stringed instrument that is the highest member of the violin family; this instrument has four strings and a hollow body and an unfretted fingerboard and i
μπλα μπλα,κουκέτα,σάλια,φάτζ,τζαζ,κοπριά,ανοησία,ξηροί καρποί,βλακεία,φασόλια
κοινή λογική,κοινή λογική,Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,φρόνηση,Διάκριση,κρίση,κρίση,σοφία
fidalgo => φιδάλγο, fid => τρύπα, ficus sycomorus => Συκομορέα, ficus rubiginosa => Ficus roxburghii, ficus religiosa => Ιερή συκιά,