Greek Meaning of drivel
ανοησίες
Other Greek words related to ανοησίες
- μπλα μπλα
- σάλια
- ανοησία
- ξηροί καρποί
- βλακεία
- φλυαρίες
- παραλογισμό
- ανοησίες
- ανοησίες
- καρίνα
- blarney
- φλυαρία
- κουτοπόνηρος
- Μαρμαρίζω
- ανοησίες
- ανοησία
- ταύρος
- Μπάνκομπ
- κουκέτα
- Μπούρδες
- ανοησίες
- Μαλθακίες
- τρέλα
- κανάτα
- βιολί
- ανοησίες
- ανοησίες
- μωρία
- φάτζ
- μπούρδες
- Ανοησίες
- σαχλαμάρα
- Απάτη
- Τρέλα
- τζαζ
- Τρέλα
- Μαλακίες
- ανοησίες
- κοπριά
- σαχλαμάρες
- ανοησίες
- πανκ
- σάπιος
- Ανοησία
- Μαλ***ίες
- ανοησία
- μετριότητες
- φασόλια
- μπλα μπλα
- σκατά
- Ανοησία
- ανοησίες
- Βλακείες
- ανοησίες
- ανοησία
- Μηλόσουπα
- φαιδρότητα
- φανέλα
- αέριο
- ελληνικός
- χουντού
- μούφα
- ηλιθιότητα
- ματαιότητα
- τρέλα
- Μαϊμουδέματα
- σεληνόφως
- Μπουρδολογία
- φλυαρία
- ανοησία
- λάσπη
- Ταραντέλλα
- ανοησία
- διπλωματία
- Χόκεϊ επί πάγου
- κενότητα
- Τρέλα
- νέρτες
Nearest Words of drivel
- drive-in => Drive-in
- drive-by shooting => πυροβολισμός από διερχόμενο όχημα
- drivebolt => βύσμα απόκρουσης
- drive up => οδήγηση επάνω
- drive out => εκδιώκω
- drive off => φεύγω οδηγώντας
- drive line system => Σύστημα γραμμής κίνησης
- drive line => Σύστημα μετάδοσης κίνησης
- drive in => Ντράιβ-ιν
- drive home => Οδηγώ σπίτι.
Definitions and Meaning of drivel in English
drivel (n)
a worthless message
saliva spilling from the mouth
drivel (v)
let saliva drivel from the mouth
drivel (v. i.)
To slaver; to let spittle drop or flow from the mouth, like a child, idiot, or dotard.
To be weak or foolish; to dote; as, a driveling hero; driveling love.
drivel (n.)
Slaver; saliva flowing from the mouth.
Inarticulate or unmeaning utterance; foolish talk; babble.
A driveler; a fool; an idiot.
A servant; a drudge.
FAQs About the word drivel
ανοησίες
a worthless message, saliva spilling from the mouth, let saliva drivel from the mouthTo slaver; to let spittle drop or flow from the mouth, like a child, idiot,
μπλα μπλα,σάλια,ανοησία,ξηροί καρποί,βλακεία,φλυαρίες,παραλογισμό,ανοησίες,ανοησίες,καρίνα
Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,κοινή λογική,Διάκριση,κοινή λογική,κρίση,κρίση,φρόνηση,σοφία
drive-in => Drive-in, drive-by shooting => πυροβολισμός από διερχόμενο όχημα, drivebolt => βύσμα απόκρουσης, drive up => οδήγηση επάνω, drive out => εκδιώκω,