Greek Meaning of malarky

ανοησίες

Other Greek words related to ανοησίες

Definitions and Meaning of malarky in English

Wordnet

malarky (n)

empty rhetoric or insincere or exaggerated talk

FAQs About the word malarky

ανοησίες

empty rhetoric or insincere or exaggerated talk

μπλα μπλα,ανοησία,παραλογισμό,ανοησίες,ανοησίες,καρίνα,blarney,φλυαρία,κουτοπόνηρος,Μαρμαρίζω

Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,κοινή λογική,Διάκριση,κοινή λογική,κρίση,κρίση,φρόνηση,σοφία

malarkey => Μαλακίες, malarious => ελονοσιακός, malarian => ελονοσικός, malarial mosquito => Μέλισσα Ανωφελής, malarial => ελονοσιακός,