Greek Meaning of applesauce

Μηλόσουπα

Other Greek words related to Μηλόσουπα

Definitions and Meaning of applesauce in English

Wordnet

applesauce (n)

puree of stewed apples usually sweetened and spiced

nonsensical talk or writing

FAQs About the word applesauce

Μηλόσουπα

puree of stewed apples usually sweetened and spiced, nonsensical talk or writing

μπλα μπλα,ανοησίες ,κουκέτα,σάλια,τζαζ,ανοησία,ξηροί καρποί,βλακεία,φασόλια,ανοησίες

κοινή λογική,κοινή λογική,Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,Διάκριση,κρίση,κρίση,φρόνηση,σοφία

applemint => μήλο με δυόσμο, apple-john => μήλο, apple-jack => Απλ-τζακ, applejack => αποστάγματα μήλου, apple-faced => με πρόσωπο σαν μήλο,