Greek Meaning of buncombe

Μπάνκομπ

Other Greek words related to Μπάνκομπ

Definitions and Meaning of buncombe in English

Wordnet

buncombe (n)

unacceptable behavior (especially ludicrously false statements)

Webster

buncombe (n.)

Alt. of Bunkum

FAQs About the word buncombe

Μπάνκομπ

unacceptable behavior (especially ludicrously false statements)Alt. of Bunkum

παραλογισμό,ανοησίες,ανοησίες,ανοησίες ,κουκέτα,ανοησίες,Μαλθακίες,κανάτα,μπούρδες,Ανοησίες

κοινή λογική,Ορθολογισμός,λογικότητα,αίσθηση,κοινή λογική,κρίση,κρίση,φρόνηση,σοφία,ψυχραιμία

bunco game => Παιχνίδι bunco, bunco => μπάνκο, bunchy => δεματώδης, bunching => συγκέντρωση, bunchiness => μάτσο,