Greek Meaning of absurdness
ανοησία
Other Greek words related to ανοησία
Nearest Words of absurdness
- abu ali al-husain ibn abdallah ibn sina => Αμπού Αλί αλ-Χουσεΐν ιμπν Αμπντ Αλλάχ ιμπν Σίνα
- abu dhabi => Άμπου Ντάμπι
- abu hafs al-masri brigades => Ταξιαρχίες του Αμπού Χαφς αλ-Μασρί
- abu nidal organization => Οργάνωση Αμπού Νιντάλ
- abu sayyaf => Αμπού Σαγιάφ
- abudefduf => Γοφάρι
- abudefduf saxatilis => Αβουδέφδυφ ο σαξατιλις
- abuja => Αμπούτζα
- abukir => Αμπούκιρ
- abukir bay => Κόλπος του Αμπουκίρ
Definitions and Meaning of absurdness in English
absurdness (n)
a message whose content is at variance with reason
absurdness (n.)
Absurdity.
FAQs About the word absurdness
ανοησία
a message whose content is at variance with reasonAbsurdity.
παραλογισμό,τρέλα,ματαιότητα,Τρέλα,ανοησία,γελοιότητα,φαιδρότητα,μωρία,μωρία,ηλιθιότητα
Διακριτικότητα,φρόνηση,οξυδέρκεια,σοφία,πρόβλεψη,έμπνευση,Καταιγισμός ιδεών
absurdly => Αγενώς, absurdity => παραλογισμό, absurdities => παραλογισμοί, absurd => παράλογο, absumption => απουσία,