Greek Meaning of discretion
Διακριτικότητα
Other Greek words related to Διακριτικότητα
- φρόνηση
- αίσθηση
- σοφία
- ευφυΐα
- προσοχή
- κοινή λογική
- διακριτικότητα
- Τόλμη
- κοινή λογική
- Διορατικότητα
- νοημοσύνη
- κρίση
- κρίση
- λογική
- πολιτική
- φρόνηση
- εγκέφαλοι
- ψυχραιμία
- οξύνοια
- οξυδέρκεια
- φροντίδα
- σύνεση
- Διάκριση
- διάκριση
- Υπερμετρωπία
- διορατικότητα
- πρόβλεψη
- Φαιά ουσία
- οξύνοια
- λογικότητα
- εμείς
- οξυδέρκεια
- πρακτικότητα
- προφύλαξη
- Ορθολογισμός
- ορθολογισμός
- οξυδέρκεια
- σοφία
- πανουργία
- Γνώσεις δρόμου
- διαύγεια
- δεξιότητα
- προνοητικότητα
Nearest Words of discretion
- discretional => διακριτικός
- discretionally => διακριτικά
- discretionarily => κατά την κρίση (μου)
- discretionary => διακριτικός
- discretionary trust => ανακλητή εμπιστοσύνη
- discretive => Διακριτικός
- discretively => διακριτικά
- discriminable => διακρίσιμος
- discriminal => διακριτικός
- discriminant => Διακρίνουσα
Definitions and Meaning of discretion in English
discretion (n)
freedom to act or judge on one's own
knowing how to avoid embarrassment or distress
refined taste; tact
the power of making free choices unconstrained by external agencies
the trait of judging wisely and objectively
discretion (n.)
Disjunction; separation.
The quality of being discreet; wise conduct and management; cautious discernment, especially as to matters of propriety and self-control; prudence; circumspection; wariness.
Discrimination.
Freedom to act according to one's own judgment; unrestrained exercise of choice or will.
FAQs About the word discretion
Διακριτικότητα
freedom to act or judge on one's own, knowing how to avoid embarrassment or distress, refined taste; tact, the power of making free choices unconstrained by ext
φρόνηση,αίσθηση,σοφία,ευφυΐα,προσοχή,κοινή λογική,διακριτικότητα,Τόλμη,κοινή λογική,Διορατικότητα
απροσεξία,Απροσεξία,απροσεξία,Μυωπία,ανοησία,παράλογος,απροσεξία
discreteness => διακριτικότητα, discretely => διακριτικά, discrepant => ασυνεπής, discrepancy => διαφορά, discrepance => διαφωνία,