Greek Meaning of gray matter

Φαιά ουσία

Other Greek words related to Φαιά ουσία

Definitions and Meaning of gray matter in English

Wordnet

gray matter (n)

greyish nervous tissue containing cell bodies as well as fibers; forms the cerebral cortex consisting of unmyelinated neurons

FAQs About the word gray matter

Φαιά ουσία

greyish nervous tissue containing cell bodies as well as fibers; forms the cerebral cortex consisting of unmyelinated neurons

Διάννοια,νοημοσύνη,λόγος,αίσθηση,εγκέφαλος/εγκέφαλοι,ικανότητα,εγκεφαλική δύναμη,Λάμψη,κοινή λογική,Επίστεγμα

πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,φαιδρότητα,Αδύναμος νοημοσύνη,ηλιθιότητα,ανοησία,βραδύτητα,Ανία,Απλότητα

gray market => Μαύρη αγορά, gray lemming => Λεμίνγκ, gray kingbird => Μονάρχης γκρι, gray jay => γκρίζα κίσσα, gray hen => Γκρι κότα,