Greek Meaning of gray matter
Φαιά ουσία
Other Greek words related to Φαιά ουσία
- Διάννοια
- νοημοσύνη
- λόγος
- αίσθηση
- εγκέφαλος/εγκέφαλοι
- ικανότητα
- εγκεφαλική δύναμη
- Λάμψη
- κοινή λογική
- Επίστεγμα
- κοινή λογική
- Διορατικότητα
- Διανοητικότητα
- νοοτροπία
- ταλέντο
- σοφία
- ευφυΐα
- ευφυΐα
- οξύνοια
- εγρήγορση
- ανησυχία
- οξυδέρκεια
- Διάκριση
- Διανοητισμός
- κρίση
- κρίση
- μυαλό
- έμφυτη νοημοσύνη
- αντίληψη
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- οξυδέρκεια
- σοφία
- κρανίο
- ευφυΐα
- Διακριτική ικανότητα
- Νοημοσύνη
- Ελιτιστικός
Nearest Words of gray matter
Definitions and Meaning of gray matter in English
gray matter (n)
greyish nervous tissue containing cell bodies as well as fibers; forms the cerebral cortex consisting of unmyelinated neurons
FAQs About the word gray matter
Φαιά ουσία
greyish nervous tissue containing cell bodies as well as fibers; forms the cerebral cortex consisting of unmyelinated neurons
Διάννοια,νοημοσύνη,λόγος,αίσθηση,εγκέφαλος/εγκέφαλοι,ικανότητα,εγκεφαλική δύναμη,Λάμψη,κοινή λογική,Επίστεγμα
πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,φαιδρότητα,Αδύναμος νοημοσύνη,ηλιθιότητα,ανοησία,βραδύτητα,Ανία,Απλότητα
gray market => Μαύρη αγορά, gray lemming => Λεμίνγκ, gray kingbird => Μονάρχης γκρι, gray jay => γκρίζα κίσσα, gray hen => Γκρι κότα,