Greek Meaning of highbrowism
Ελιτιστικός
Other Greek words related to Ελιτιστικός
- Εγκέφαλος
- κοινή λογική
- Φαιά ουσία
- Διάννοια
- Διανοητισμός
- νοημοσύνη
- νοοτροπία
- αίσθηση
- Νοημοσύνη
- οξύνοια
- εγρήγορση
- ανησυχία
- οξυδέρκεια
- εγκεφαλική δύναμη
- Λάμψη
- Διάκριση
- Επίστεγμα
- κοινή λογική
- Διορατικότητα
- Διανοητικότητα
- κρίση
- κρίση
- έμφυτη νοημοσύνη
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- λόγος
- ταλέντο
- Διακριτική ικανότητα
- ευφυΐα
- ικανότητα
- μυαλό
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- σοφία
- κρανίο
- σοφία
- ευφυΐα
- ευφυΐα
Nearest Words of highbrowism
Definitions and Meaning of highbrowism in English
highbrowism
a person who has or pretends to have more learning or culture than others, a person who possesses or has pretensions to superior learning or culture
FAQs About the word highbrowism
Ελιτιστικός
a person who has or pretends to have more learning or culture than others, a person who possesses or has pretensions to superior learning or culture
Εγκέφαλος,κοινή λογική,Φαιά ουσία,Διάννοια,Διανοητισμός,νοημοσύνη,νοοτροπία,αίσθηση,Νοημοσύνη,οξύνοια
πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,φαιδρότητα,Αδύναμος νοημοσύνη,ηλιθιότητα,ανοησία,βραδύτητα,Ανία,Απλότητα
highbred => Ευγενής, highballing => υπερβολή, highballed => εκτόξευση, high streets => κεντρικοί δρόμοι, high seas => ανοιχτή θάλασσα,