Greek Meaning of high schooler
Λυκειόπαιδο
Other Greek words related to Λυκειόπαιδο
- μικτό
- πρωτοετής φοιτητής
- νέος
- Παιδί νηπιαγωγείου
- Νηπιαγωγείο
- μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
- μεταπτυχιακός
- Δευτεροετής φοιτητής
- προπτυχιακός φοιτητής / προπτυχιακή φοιτήτρια
- φοιτητής
- Εσώκλειστος
- Φοιτητής ανταλλαγής
- μεσάζοντας
- συμμαθητής
- συμμαθητής
- προπτυχιακός φοιτητής
- Μεγαλύτερος μαθητής
- πρίπης
- σνομπ
- Μαθητής
- αναγνώστης
- λόγιος
- μαθητής
- Μαθητής
- Μαθήτρια
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- μαθητής
- μαθητής κατώτερων τάξεων
Nearest Words of high schooler
Definitions and Meaning of high schooler in English
high schooler
a system of advanced exercises in horsemanship, a school especially in the U.S. usually including grades 9–12 or 10–12, a secondary school usually including the 9th to 12th or 10th to 12th years of study
FAQs About the word high schooler
Λυκειόπαιδο
a system of advanced exercises in horsemanship, a school especially in the U.S. usually including grades 9–12 or 10–12, a secondary school usually including the
μικτό,πρωτοετής φοιτητής,νέος,Παιδί νηπιαγωγείου,Νηπιαγωγείο,μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,μεταπτυχιακός,Δευτεροετής φοιτητής,προπτυχιακός φοιτητής / προπτυχιακή φοιτήτρια,φοιτητής
μη φοιτητής
high roads => αυτοκινητόδρομοι, high road => εθνική οδός, high priests => αρχιερείς, high priestesses => αρχιιέρειες, high priestess => αρχιιέρεια,