Greek Meaning of undergrad

προπτυχιακός φοιτητής

Other Greek words related to προπτυχιακός φοιτητής

Definitions and Meaning of undergrad in English

Wordnet

undergrad (n)

a university student who has not yet received a first degree

FAQs About the word undergrad

προπτυχιακός φοιτητής

a university student who has not yet received a first degree

πρωτοετής φοιτητής,νέος,Δευτεροετής φοιτητής,προπτυχιακός φοιτητής / προπτυχιακή φοιτήτρια,Μεγαλύτερος μαθητής,μικτό,φοιτητής,Φοιτητής ανταλλαγής,Παιδί νηπιαγωγείου,Νηπιαγωγείο

μη φοιτητής

undergown => Εσώρουχα, undergore => Αντεργκόρ, undergone => υποβλήθηκε, undergoing => υπό εξέλιξη, undergod => υποθεός,