Greek Meaning of kindergartener

Παιδί νηπιαγωγείου

Other Greek words related to Παιδί νηπιαγωγείου

Definitions and Meaning of kindergartener in English

Wordnet

kindergartener (n)

a child who attends a preschool or kindergarten

FAQs About the word kindergartener

Παιδί νηπιαγωγείου

a child who attends a preschool or kindergarten

Έφηβος,βρέφος,Παιδί,νεογνό,παιδί προσχολικής ηλικίας,μαθητής,Μαθητής,Μαθήτρια,Νήπιο,μαθητής

ενήλικας,ηλικιωμένος,Ηλικιωμένος πολίτης,ενήλικας,αρχαίος,γέρος,παλιός,ηλικιωμένος, -η, -ο,συνταξιούχος,μεσήλικας

kindergarten => Νηπιαγωγείο, kinda => κάπως, kind of => είδους, kind => ευγενικός, kincob => Κινκόμπ,