Greek Meaning of senior citizen
Ηλικιωμένος πολίτης
Other Greek words related to Ηλικιωμένος πολίτης
Nearest Words of senior citizen
- senior class => τελική τάξη
- senior high => γυμνάσιο
- senior high school => γυμνάσιο
- senior master sergeant => Ανθυπασπιστής
- senior moment => άδειο κεφάλι
- senior pilot => ανώτερος πιλότος
- senior status => ανώτερη κατάσταση
- senior vice president => Ανώτερος αντιπρόεδρος
- seniority => _αρχαιότητα_
- seniorize => Να συνταξιοδοτηθώ
Definitions and Meaning of senior citizen in English
senior citizen (n)
an elderly person
FAQs About the word senior citizen
Ηλικιωμένος πολίτης
an elderly person
ενήλικας,αρχαίος,ηλικιωμένος,συνταξιούχος,γεροντικός,γιαγιά,παλιός,γέρος,Πατριάρχης,ηλικιωμένος, -η, -ο
Έφηβος,νεαρός,Νεολαία,παιδί,ανήλικος,Παιδί,ανήλικος,κουτάβι,παιδί,παιδί
senior chief petty officer => Αρχικελευστής, senior => ηλικιωμένος, -η, -ο, senility => Γηρατειά, senile psychosis => Γηριατρική ψύχωση, senile dementia => Γηριατρική άνοια,