Greek Meaning of whitebeard
Ασπρογένης
Other Greek words related to Ασπρογένης
Nearest Words of whitebeard
- whitebeam => Λευκή ιτιά
- whitebarked pine => Λευκόφλοιη πεύκη
- whitebark pine => Λευκόπευκο
- whitebait => Γαύρος
- whiteback => Πάκαρης με λευκά χείλη
- white-alder family => Οικογένεια της λευκής σημύδας
- white zinnia => Λευκό ζίνια
- white yam => Λευκό γιάμ
- white wood aster => Αστέρι του δάσους
- white woman => Λευκή γυναίκα
Definitions and Meaning of whitebeard in English
whitebeard (n.)
An old man; a graybeard.
FAQs About the word whitebeard
Ασπρογένης
An old man; a graybeard.
αρχαίος,Γριά,γκριζογένης,παλιός,γέρος,Πατριάρχης,Ηλικιωμένος πολίτης,ενήλικας,Θηλυκό τέρας,χήρα βασίλισσα
Έφηβος,νεαρός,Νεολαία,παιδί,κουτάβι,ανήλικος,Παιδί,ανήλικος,παιδί,παιδί
whitebeam => Λευκή ιτιά, whitebarked pine => Λευκόφλοιη πεύκη, whitebark pine => Λευκόπευκο, whitebait => Γαύρος, whiteback => Πάκαρης με λευκά χείλη,