Greek Meaning of ancient
αρχαίος
Other Greek words related to αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- μεσαιωνικός
- παλιό
- προϊστορικός
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- Αιωνόβιος
- γήρανση
- κλασικός
- ανθεκτικός
- πάχνη
- πολιός
- άναρχος
- μεσαιωνικός
- παρωχημένος
- προϊστορικός
- παραδοσιακό
- Αθάνατος
- αρχαϊκός
- κλασικός
- χρονολογημένος
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- μπαγιάτικος
- γεροντικός
- διαρκής
- Μακρόβιο
- Ώριμος
- μουχλιασμένος
- Νωαχικός
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- μόνιμο
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- ρετρό
- χρόνιος
- διαχρονικός
- παλιός
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- vintage
- παρελθόν
Nearest Words of ancient
Definitions and Meaning of ancient in English
ancient (n)
a very old person
a person who lived in ancient times
ancient (s)
belonging to times long past especially of the historical period before the fall of the Western Roman Empire
very old
ancient (a.)
Old; that happened or existed in former times, usually at a great distance of time; belonging to times long past; specifically applied to the times before the fall of the Roman empire; -- opposed to modern; as, ancient authors, literature, history; ancient days.
Old; that has been of long duration; of long standing; of great age; as, an ancient forest; an ancient castle.
Known for a long time, or from early times; -- opposed to recent or new; as, the ancient continent.
Dignified, like an aged man; magisterial; venerable.
Experienced; versed.
Former; sometime.
ancient (n.)
Those who lived in former ages, as opposed to the moderns.
An aged man; a patriarch. Hence: A governor; a ruler; a person of influence.
A senior; an elder; a predecessor.
One of the senior members of the Inns of Court or of Chancery.
An ensign or flag.
The bearer of a flag; an ensign.
FAQs About the word ancient
αρχαίος
a very old person, a person who lived in ancient times, belonging to times long past especially of the historical period before the fall of the Western Roman Em
προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,παλιό,προϊστορικός,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι,γήρανση
μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Νεαρός,Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,τελευταίος,μυθιστόρημα,σύγχρονος
ancien regime => ancien régime, anchylotic => αγκυλωτικός, anchylosis => Αγκύλωση, anchylosing => εγκαθιστών, anchylosed => αγκυλωμένο,