Greek Meaning of immemorial
άναρχος
Other Greek words related to άναρχος
- αρχαίος
- μεσαιωνικός
- παλιό
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- Αιωνόβιος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- πάχνη
- πολιός
- μεσαιωνικός
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- γήρανση
- Αθάνατος
- γήρανση
- αρχαϊκός
- κλασικός
- χρονολογημένος
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- ανθεκτικός
- μπαγιάτικος
- γεροντικός
- διαρκής
- Μακρόβιο
- μουχλιασμένος
- Νωαχικός
- παρωχημένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- μόνιμο
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- ρετρό
- χρόνιος
- διαχρονικός
- παλιός
- παραδοσιακό
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- vintage
- παρελθόν
Nearest Words of immemorial
- immemorable => Αξέχαστος
- immelodious => δυσάρεστος
- immedicable => ανίατος
- immediateness => άμεσότητα
- immediately => αμέσως
- immediate payment => Άμεση πληρωμή
- immediate memory => Επιχειρησιακή μνήμη
- immediate constituent => Άμεσος συνιστώσας
- immediate apprehension => άμεση αντίληψη
- immediate allergy => Άμεση αλλεργία
Definitions and Meaning of immemorial in English
immemorial (s)
long past; beyond the limits of memory or tradition or recorded history
immemorial (a.)
Extending beyond the reach of memory, record, or tradition; indefinitely ancient; as, existing from time immemorial.
FAQs About the word immemorial
άναρχος
long past; beyond the limits of memory or tradition or recorded historyExtending beyond the reach of memory, record, or tradition; indefinitely ancient; as, exi
αρχαίος,μεσαιωνικός,παλιό,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι,Αιωνόβιος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός
τρέχων,μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Νεαρός,Σύγχρονο,φρέσκος,τελευταίος,μυθιστόρημα,σύγχρονος
immemorable => Αξέχαστος, immelodious => δυσάρεστος, immedicable => ανίατος, immediateness => άμεσότητα, immediately => αμέσως,