Greek Meaning of antediluvian
προκατακλυσμιαίος
Other Greek words related to προκατακλυσμιαίος
- αρχαίος
- αντίκα
- μεσαιωνικός
- παλιό
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- Αιωνόβιος
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- πάχνη
- πολιός
- άναρχος
- μεσαιωνικός
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- γήρανση
- Αθάνατος
- γήρανση
- αρχαϊκός
- κλασικός
- κλασικός
- χρονολογημένος
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- ανθεκτικός
- μπαγιάτικος
- γεροντικός
- διαρκής
- Μακρόβιο
- Ώριμος
- μουχλιασμένος
- Νωαχικός
- παρωχημένος
- παλιομοδίτικος
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- μόνιμο
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- ρετρό
- διαχρονικός
- παλιός
- παραδοσιακό
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- vintage
- παρελθόν
Nearest Words of antediluvian
- antediluvian patriarch => Ἀντεδiluουϊανὸς πατριάρχης
- antedon => Αnteδόνιδας
- antedonidae => Antennodonidae
- antefact => αντικείμενο
- antefix => (antefix)
- antefixa => Αέτωμα (αρχιτεκτονική)
- antefixes => αντηρίδες
- anteflexion => Πρόσθια κάμψη
- antelope => αντιλόπη
- antelope chipmunk => Αντιλοειδής σκίουρος
Definitions and Meaning of antediluvian in English
antediluvian (n)
any of the early patriarchs who lived prior to the Noachian deluge
a very old person
antediluvian (a)
of or relating to the period before the biblical flood
antediluvian (s)
so extremely old as seeming to belong to an earlier period
antediluvian (a.)
Of or relating to the period before the Deluge in Noah's time; hence, antiquated; as, an antediluvian vehicle.
antediluvian (n.)
One who lived before the Deluge.
FAQs About the word antediluvian
προκατακλυσμιαίος
any of the early patriarchs who lived prior to the Noachian deluge, a very old person, of or relating to the period before the biblical flood, so extremely old
αρχαίος,αντίκα,μεσαιωνικός,παλιό,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι,Αιωνόβιος,ξεπερασμένος,αρχαϊκός,πάχνη
μοντέρνος,νέος,πρόσφατος,Νεαρός,Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,τελευταίος,μυθιστόρημα,σύγχρονος
antediluvial => προκατακλυσμιαίος, antedating => προγενέστερος, antedated => προχρονολογημένος, antedate => Προημερολογείται, antecursor => πρόδρομος,