Greek Meaning of latest
τελευταίος
Other Greek words related to τελευταίος
- κλείσιμο
- τελικός
- τελικός
- τελευταίο
- τελευταίος
- επόμενος
- καθυστέρηση
- ο χαμηλότερος
- προτελευταίος
- τερματικό
- καταληκτικός
- απόλυτος
- χαμηλότερο
- Καταληκτικός
- Αποτέλεσμα
- στέψη
- αποφασιστικός
- οριστικός
- Επόμενος
- αναπόφευκτος
- ακραίο
- πιο μακριά
- πιο μακριά
- ο τελευταίος
- κατώτερος
- Τελευταίος
- πιο απομακρυσμένο
- επακόλουθος
Nearest Words of latest
Definitions and Meaning of latest in English
latest (n)
the most recent news or development
latest (s)
up to the immediate present; most recent or most up-to-date
in the current fashion or style
FAQs About the word latest
τελευταίος
the most recent news or development, up to the immediate present; most recent or most up-to-date, in the current fashion or style
κλείσιμο,τελικός,τελικός,τελευταίο,τελευταίος,επόμενος,καθυστέρηση,ο χαμηλότερος,προτελευταίος,τερματικό
αρχή,πρωιμότερος,πρώτο,αρχικός,πρωτότυπο,πρωτοπόρος,πρωτεύον,εξέχον,ο σημαντικότερος,πρώτος
late-spring-blooming => ανθοφορία αργά την άνοιξη, latescent => όψιμος, latescence => λανθάνουσα περίοδος, lates calcarifer => Lates calcarifer, lates => καθυστερημένος,