Greek Meaning of crowning
στέψη
Other Greek words related to στέψη
- κορυφαίος
- κλιμακωτό
- κορυφαίος
- κορυφούμενο
- υψηλότερος
- μεσημβρινός
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- Απόγειο
- κατακλυσμιαίος
- Εμμηνόπαυση
- κριτική
- Crossover
- κρίσιμος
- Σεισμικός
- εποχιακός
- μοιραίος
- υψηλός
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- σημαντικός
- αποπληρωμή
- κρίσιμος
- Ζωτικός
- κατακλυσμιαίος
- αποφασίζοντας
- αποφασιστικός
- κρίσιμη
- Υδατομάθεια
Nearest Words of crowning
- crowned head => Στεφανωμένο κεφάλι
- crowned => στέφθηκε
- crown-beard => στέμμα της γενειάδας
- crownbeard => στέμμα γενειάδας
- crown wart => Στεφανιαίο κονδύλωμα
- crown vetch => Στεφανάθια
- crown saw => Τρυπάνι στεφάνης
- crown roast => Στεφανωτό
- crown princess => Πριγκίπισσα της κορώνης
- crown prince => διάδοχος
Definitions and Meaning of crowning in English
crowning (s)
representing a level of the highest possible achievement or attainment
forming or providing a crown or summit
FAQs About the word crowning
στέψη
representing a level of the highest possible achievement or attainment, forming or providing a crown or summit
κορυφαίος,κλιμακωτό,κορυφαίος,κορυφούμενο,υψηλότερος,μεσημβρινός,αποκαλυπτικός,αποκαλυπτικός,Απόγειο,κατακλυσμιαίος
αντικλιμακτικός,ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,Αντικλιμάκιο,Ασημαντος,αναποφάσιστος,μη κρίσιμος
crowned head => Στεφανωμένο κεφάλι, crowned => στέφθηκε, crown-beard => στέμμα της γενειάδας, crownbeard => στέμμα γενειάδας, crown wart => Στεφανιαίο κονδύλωμα,