Greek Meaning of crown wart
Στεφανιαίο κονδύλωμα
Other Greek words related to Στεφανιαίο κονδύλωμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of crown wart
- crown vetch => Στεφανάθια
- crown saw => Τρυπάνι στεφάνης
- crown roast => Στεφανωτό
- crown princess => Πριγκίπισσα της κορώνης
- crown prince => διάδοχος
- crown of thorns => ακάνθινο στεφάνι
- crown monkey => Μαϊμού του στέμματος
- crown lens => Στεφανιαίος φακός
- crown land => Ακίνητα του δημοσίου
- crown jewels => Κοσμήματα του στέμματος
Definitions and Meaning of crown wart in English
crown wart (n)
a fungous disease of alfalfa which forms white excrescences at the base of the stem
FAQs About the word crown wart
Στεφανιαίο κονδύλωμα
a fungous disease of alfalfa which forms white excrescences at the base of the stem
No synonyms found.
No antonyms found.
crown vetch => Στεφανάθια, crown saw => Τρυπάνι στεφάνης, crown roast => Στεφανωτό, crown princess => Πριγκίπισσα της κορώνης, crown prince => διάδοχος,